- ιωχμός
- ἰωχμός, ὁ (Α)ιωκή*, καταδίωξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἰωκ-σμός, με σίγηση τού -σ-και τροπή τού άηχου -κ- σε δασύ -χ-, < ἰωκή (πρβλ. πλο-χμός, ρω-χμός). Η μακρότητα τού αρκτικού ι- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰωχμός — ἰ̱ωχμός , ἰωχμός the rout masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ἰωχμοῖο — ἰ̱ωχμοῖο , ἰωχμός the rout masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωχμοῦ — ἰ̱ωχμοῦ , ἰωχμός the rout masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωχμούς — ἰ̱ωχμούς , ἰωχμός the rout masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωχμόν — ἰ̱ωχμόν , ἰωχμός the rout masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)